τριχλωροφαινοξυοξικός

τριχλωροφαινοξυοξικός
-ή, -ό, Ν φρ. «τριχλωροφαινοξυοξικό οξύ»
(βιοχ.) ένωση τού φαινοξυοξικού οξέος, η οποία αποτελεί μέγιστης σημασίας ζιζανιοκτόνο στη διαχείριση τών δασικών και τών γεωργικών εκτάσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”